Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ παλαιὰ φηγός

См. также в других словарях:

  • φηγός — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Α νεοελλ. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τής οξιάς αρχ. 1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι 2. το βαλανίδι τού παραπάνω φυτού 3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» δρυς που φύεται στην περιοχή τής Δωδώνης (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»